κληρωτί

κληρωτί
κληρωτί και κληρωτεί (Α)
επίρρ. με κλήρο, με λαχνό («ἀπὸ φυλῆς Βενιαμὶν κληρωτὶ πόλεις δεκατρεῑς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”